Από τη Χώρα του Φωτός στην Πόλη του Φωτός

Από τη Χώρα του Φωτός στην Πόλη του Φωτός

 

Προφανέστατα, δεν αναφέρομαι σε εκείνο το νοσταλγικό τραγούδι που μας φέρνει πίσω στη Eurovision του ’93. Σκόπιμα, θα έλεγα, ο τίτλος είναι τόσο γενικός* διότι, κανείς θα αναρωτιόταν, πώς συνδέεται η Ελλάδα με έναν πασίγνωστα ρομαντικό προορισμό όπως το Παρίσι; Σε εκείνο το σημείο κολλάει και η ευρύτητα του τίτλου: από τους ιωνικού ρυθμού τρούλους που στολίζουν ξενοδοχεία και τη Βουλή, μέχρι και το κάθε τελευταίο, απόμακρο ελληνικό εστιατόριο στη μεγάλη πόλη, το Παρίσι διατρέχεται από γαλανές και λευκές πινελιές. Εντούτοις, και ως σωστός τουρίστας, ένας Έλληνας δε θα μπορούσε παρά να επισκεφτεί τη νούμερο 1 πηγή που εκπέμπει τέτοιον ελληνισμό: ένα από τα μεγαλύτερα και δημοφιλέστερα μουσεία στον κόσμο, το Λούβρο. Σίγουρα, ο Ιεό Μινγκ Πέι είναι εκείνος που θα έπρεπε να παίρνει τα περισσότερα εύσημα όσον αφορά τη δημοτικότητα του περιβάλλοντος. Η Πυραμίδα Του Λούβρου, αυτό το μεγάλο γυάλινο οικοδόμημα, το σήμα κατατεθέν του μουσείου, ήταν η μεγαλοφυής ιδέα του αρχιτέκτονα για να φωτίσει τον υπόγειο χώρο, γνωστό και ως Carrousel du Louvre, σε συνδυασμό με την ανάποδη πυραμίδα, και άλλες τρεις μικρότερες. Το όραμα δεν ήταν απλώς πρωτότυπο, αλλά έφερνε μια αρμονία στο περιβάλλον, αφού το προηγουμένως βασιλικό ανάκτορο έπρεπε κάπως να εκσυγχρονιστεί ώστε να ταιριάζει στην αισθητική της πόλης, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ακεραιότητα του ιστορικού κτιρίου. Ένας απλός τουρίστας ελκύεται από την αισθητική, βγάζει φωτογραφίες, φεύγει. Ένας λάτρης, όμως, της τέχνης, της κουλτούρας ή της συγκίνησης παραμένει για να μελετήσει τη μεγαλειότητα των εκθεμάτων του Λούβρου. Έως τώρα, λογικά προκύπτει η απορία, στεγνά και άμεσα, πού κολλάει η Ελλάδα με όλα αυτά;

 

Κάντε εικόνα: το συγκρότημα του Λούβρου διακρίνεται στο «παλιό Λούβρο» με τις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές αίθουσες και πτέρυγες που περιβάλλουν την Τετράγωνη αυλή, καθώς και τη μεγάλη στοά Γκαντ Γκαλερί που εκτείνεται δυτικά κατά μήκος της όχθης του Σηκουάνα και το «Νέο Λούβρο» με τις αίθουσες και πτέρυγες του 19ου αιώνα που εκτείνονται κατά μήκος των βόρειων και νότιων πλευρών της αυλής Ναπολεόν μαζί με τις επεκτάσεις τους στα δυτικά, που ήταν αρχικά μέρος του ανακτόρου του Κεραμεικού, το οποίο κάηκε κατά τη διάρκεια της Κομμούνας του Παρισιού το 1871. Κοντολογίς, απαιτούνται περίπου 28 μέρες για να μελετήσει πλήρως κανείς τα εκθέματα του Λούβρου. Τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα, αλλά όλες οι ξεναγήσεις ξεκινάνε από την είσοδο. Εκεί αναδεικνύεται ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της αρχαίας Ελλάδας: η Νίκη της Σαμοθράκης.

 

Η Νίκη της Σαμοθράκης. Ένα από τα πιο φαντασμαγορικά αγάλματα διασωσμένο από την αρχαία Ελλάδα, ή τουλάχιστον το περισσότερο από αυτό. Πώς βρέθηκε στη Γαλλία; Η απάντηση είναι απλή: Γάλλος εκείνος που το βρήκε, Γάλλος εκείνος που το κράτησε. Ή έτσι λένε: στην πραγματικότητα, Γάλλος ήταν ο επικεφαλής της ανασκαφής, ονόματι Κάρολος Σαμπουαζό, ενώ αυτός που το βρήκε ήταν Έλληνας. Ωστόσο, δόθηκε έγκρυση για μεταφορά στη Γάλλια, όπως και έγινε, κατά τη διάρκεια της οποίας υπέστη διάφορες φθορές. Και ενώ για διαφορετικούς καιρούς αρμόζουν διαφορετικά πρωτόκολλα, όπως, λόγου χάρη, η επιστρογή του έργου τέχνης στον τόπο καταγωγής του, εκείνο συνεχίζει να στέκεται περήφανο σε ξένα μέρη. Εν πάση περιπτώσει, για να κατανοήσει κανείς το άγαλμα, απαιτείται κάποιο ιστορικό συγκείμενο. Το άγαλμα ήταν τάμα στους Θεούς, και πιο συγκεκριμένα στον Ναό των Μεγάλων Θεών. Φιλοτεχνήθηκε για να τιμήσει τη θεά Νίκη αλλά και μια ναυμαχία – δεν είναι βέβαιο ποια. Ήταν αφιερωμένο σε ναό της Σαμοθράκης και χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ. Το μάρμαρο από το οποίο είναι φτιαγμένη, είναι παριανό, το πλοίο δε, ήταν δομημένο από Λινδιακό. Ας παρατηρήσουμε, ωστόσο την εικόνα για περαιτέρω σχολιασμό. Η φωτογραφία δεν έχει συλληφθεί από μια τυχαία γωνία. Η ξεναγός βεβαιώθηκε ότι η οπτική γωνία από την οποία παρατηρούσαμε το έργο ήταν εκείνη από την οποία ήταν δομημένο να φαίνεται. Διότι από εκείνη τη γωνία αποκαλύπτεται όλο του το μεγαλείο. Το άγαλμα μπορεί να είναι σπασμένο, αλλά η χαμένη κεφαλή δεν αποτρέπει την απόδοση της τιμής που αξίζει σε όσους το φιλοτέχνησαν. Η κίνηση, λόγου χάρη. Δύο δυνάμεις αντικρουόμενες, αντίρροπες και θηριώδεις. Η κίνηση μπορεί να αναλυθεί σε δύο σημεία. Αρχικά έχουμε την ενδυμασία της Θεάς, εκείνη που μανιωδώς ανεμίζει πίσω της, απαθανατίζοντας, με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο και για χιλιάδες χρόνια, έως σήμερα, την κίνηση του πλοίου στο οποίο βρισκόταν. Όμως η ίδια η Νίκη αντιτίθεται στον άνεμο. Το στέρνο προς τα έξω, το μπροστινό πόδι λυγισμένο, τα φτερά ανοιγμένα, ενδείξεις που οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: το άγαλμα φαίνεται έτοιμο να απογειωθεί ανά πάσα στιγμή. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ας φανταστούμε κιόλας ότι το άγαλμα ήταν χρωματιστό! Βέβαια, μετά από πολλά χρόνια και αντίξοες συνθήκες, η ζωντάνια των χρωμάτων δεν κατάφερε να διατηρηθεί… Γνωρίζω πολύ καλά ότι όταν κάποιος πρωτοακούει τη λέξη Λούβρο, η εικόνα στο μυαλό του θα είναι μία: η Μόνα Λίζα, ή, στα ιταλικά, Τζιοκόντα. Βεβαίως, εγώ έκανα το χρέος μου και έκανα την πρώτη αναφορά στη Νίκη της Σαμοθράκης, η οποία δεν είναι μόνο άξια της τιμής της, αλλά και ζωντανή – ή όχι και τόσο- απόδειξη του πολιτιστικού πλούτου της πατρίδας μου. Και ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να συνεχίσω με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και το πορτρέτο της Λίζα Γκεραρντίνι, επιλέγω να ασχοληθώ με εκείνο το έργο του που πραγματικά αξίζει ιδιαίτερη μνεία: Η Παρθένος και το Θείο Βρέφος με την Αγία Άννα. Ο τίτλος είναι δηλωτικός του περιεχομένου, μια λιτή περιγραφή του. Τα τρία πρόσωπα, η Αγία Άννα, μητέρα της Παναγίας, η ίδια η Παναγία, καθισμένη στα γόνατα της μητέρας της και ο Ιησούς ως βρέφος, ο οποίος, εντελώς ανορθόδοξα έχει τοποθετηθεί στο έδαφος και όχι στα πόδια της μαμάς του. Στα χέρια του κρατάει τρυφερά ένα αρνάκι, ένας τόσο αθώος και ειλικρινής συμβολισμός: το αρνί, εμείς οι πιστοί και τα Θεία Πάθη, τα οποία μετατρέπουν τον Χριστό σε έναν αμνό της θυσίας. Αξιοσημείωτο είναι και το τρίγωνο που δημιουργείται από τα βλέμματα των πρωταγωνιστών. Η άκρως οικογενειακή στιγμή συντίθεται από μια μητέρα και μια κόρη, που παρουσιάζονται εμφανισιακά ως συνομήλικες* η πρώτη έχει ένα βλέμμα στοργικό, που απευθύνεται στην κόρη της. Εκείνη όμως, κοιτάζει τον γιο της, προσπαθώντας να τον απομακρύνει από το αρνί, από τα Πάθη. Εκείνος όμως, που δε κοιτάζει τη μητέρα του, επιμένει να το κρατάει τόσο μαλακά στα χέρια του. Σε έναν απλό θεατή, αυτός ο πίνακας ίσως να είναι εντελώς αδιάφορος. Εντούτοις έχει χαρακτηριστεί ως το καλύτερο έργο του Ντα Βίντσι από πολλούς ερευνητές. Όσο για τη Μόνα Λίζα, είναι σίγουρα ένα θαυμαστό έργο, αλλά η δημοσιότητά της είναι ξεκάθαρα για λόγους marketing.

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το Λούβρο απαιτεί κάπου στις 28 μέρες για να μελετηθεί. Επέλεξα, ωστόσο, τα δύο έργα που θεώρησα ότι άξιζαν την περισσότερη προσοχή* όλα εκείνα τα ξεχασμένα νεοκλασσικά, μπαρόκ και ρομαντικά έργα αξίζουν ιδιαίτερη μνεία, μια δική τους μελέτη και, φυσικά, ένα δικό τους άρθρο.

 

της Κατερίνας Μυριαλλή

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.