Ιστορία Σχολικού Κτηρίου

© Χαραλάμπη Δανάη, Φιλόλογος 

Η καπνοβιομηχανία Τ.Ε.Μ.Ι.

Το 3ο Γενικό Λύκειο Ρόδου και το 1ο Γυμνάσιο Ρόδου στεγάζονται στο κτήριο της Καπνοβιομηχανίας από το 1986 (Προεδρικό Διάταγμα 313/12-09-1986). Το κτήριο αυτό στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, χτίστηκε με στόχο να εξυπηρετήσει βιομηχανικές ανάγκες την περίοδο της Ιταλοκρατίας (1912-1943). Η  Δωδεκάνησος, κατά την περίοδο αυτή, ήταν αυτόνομη διοικητικά, υπαγόταν όμως  στο υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας και λεγόταν «Governo dele Isole Italiane Dell Egeo», δηλαδή Κυβέρνηση των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου.

 

Η Καπνοβιομηχανία TEMI (Tabacchi Egei Manifattura Italiana, δηλαδή Ιταλικό Εργοστάσιο Καπνών Αιγαίου), ιδρύθηκε στις 22 Ιουλίου 1926 και τέθηκε σε λειτουργία το 1927. Οι κτηριακές της εγκαταστάσεις που βρίσκονται στη συμβολή των οδών Κομνηνών και Αγίων Αναργύρων, αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα εργοστάσια παραγωγής και επεξεργασίας καπνού την περίοδο εκείνη στην περιοχή, παράγοντας υψηλής ποιότητας προϊόντα (τσιγάρα «Rodi» και «Samsum», πούρα και καπνά) και  απασχολώντας πολυάριθμο εργατικό προσωπικό 600 περίπου ατόμων, οι οποίοι ήταν κυρίως ντόπιοι εργάτες.

 

Φωτό από το βιβλίο: (AA. VV.) (1946). L’ITALIA A RODI/ITALY AT RHODES/L’ITALIE A RHODES. Istituto Roligrafico dello Stato: Roma.

Τα αρχικά κεφάλαια λειτουργίας της Καπνοβιομηχανίας ήταν ελληνικά, δια μέσου του βιομηχάνου Στέλιου Ευσταθόπουλου, και βελγικά μέσω της τράπεζας Centralde Limbourg, καθώς η διεύθυνσή της ευνοούσε μια τέτοια επένδυση. Μόλις, όμως, η Καπνοβιομηχανία TEMI άρχισε να είναι κερδοφόρα, ο Έλληνας βιομήχανος χάνει τον έλεγχο λόγω της Ιταλικής οικονομικής πολιτικής, ενώ η βελγικός όμιλος εξαναγκάζεται σε αποχώρηση.

 

Μέσα σε λιγότερο από οκτώ χρόνια από την ίδρυση της η ΤΕΜΙ αποκτά το μονοπώλιο επεξεργασίας, πώλησης και εξαγωγής προϊόντων καπνού. Αυτό, μοιραία, σημαίνει κατάργηση όλων των προνομίων των ιδιωτικών εργαστηρίων καπνού των νησιωτών, με αποτέλεσμα ναοδηγηθούν σε μαρασμό όλα τα μικρά οικογενειακά καπνεργαστήρια των νησιών και όσοι ασχολούνταν με αυτά εγκαταλείπουν τις εστίες τους προς την Κρήτη, τις Κυκλάδες και την ηπειρωτική Ελλάδα.

 

Τα έτη 1939 -1940 ο προϋπολογισμός των νησιών είναι κατά 3.000.000 λιρέτες αυξημένος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, γεγονός που οφείλεται στην ανάληψη της διαχείρισης της Καπνοβιομηχανίας TEMI από τη Διοίκηση Ντε Βέκι (στέλεχος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος και κυβερνήτης των Δωδεκανήσων)και στην επέκταση του μονοπωλίου του καπνού σε όλα τα νησιά.

 

Η Καπνοβιομηχανία, λοιπόν,  αποτέλεσε τη «ναυαρχίδα» των ιταλικών εταιριών στην περιοχή, ενώ οι συνθήκες εργασίας ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ήδη, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ο διευθυντής της εφημερίδας «Ροδιακή» θα γράψει στις 2 Ιουλίου 1928 σχόλιο στη στήλη «Πρόσωπα και Πράγματα» για τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, καθώς οφείλουν να σιωπούν «επί ποινή προστίμου» παρόλο που εργάζονται δεκατέσσερις ώρες ημερησίως έναντι «πενιχρού ημερομισθίου».

 

Το εργοστάσιο, του οποίου υποκαταστήματα υπήρχαν στο Καστελόριζο, στην Κάλυμνο, στη Σύμη και στη Λέρο, διέθετε 5 σιγαροποιητικές μηχανές και χρησιμοποιούσε καπνά  από τη Ρόδο  και την Κω, ενώ για τη δημιουργία χαρμανιών γινόταν χρήση ελληνικών και τούρκικων καπνών. Γεωργικές εταιρείες στη Ρόδο προμηθεύουν στην ΤΕΜΙ πρώτη ύλη και κυρίως ειδικά θερμοκήπια για την καλλιέργεια καπνών κοντά στο χωριό Παραδείσι (Βιλανόβα).

 

Η παραγωγή προϊόντων καπνού έφτασε στις 400 έως 500 χιλιάδες κιλά το χρόνο ήδη στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται εξαγωγές σε Βέλγιο,  Ιταλία, Αμερική και Ελβετία. Στην Ιταλία, τα προϊόντα της ΤΕΜΙ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή και γι’ αυτό κέρδισαν το χρυσό μετάλλιο στην αποικιακή έκθεση του Τορίνο το 1928. Λόγω, λοιπόν, της υπερπαραγωγής και της ζήτησης των προϊόντων, η ΤΕΜΙ κατάφερε να επιβιώσει και μετά την παγκόσμια οικονομική ύφεση (κραχ) του 1929 η οποία είχε οδηγήσει μεγάλες επιχειρήσεις σε οικονομικό μαρασμό.

 

Το εργοστάσιο  περιελάμβανε το κεντρικό κτήριο, αποθήκες καπνού, μαγειρείο, ξυλουργείο και γραφεία. Το κτήριο, έργο των αρχιτεκτόνων Florestano Di Fausto και Rodolfo Petracco, είναι διώροφο, διαθέτει χαρακτηριστική καμπύλη στη συμβολή των δύο επιμήκων πλευρών του και έχει μεγάλη επιβλητική είσοδο.   Βοηθητικά κτήρια προστέθηκαν το 1928 και στη συνέχεια το 1941. Όλο το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από λιτές γραμμές, μεγάλα ανοίγματα και απουσία διάκοσμου, ενώ οι όψεις έχουν επενδυθεί με fintapietra. Χωρίς πολύπλοκα μορφολογικά στοιχεία, αυτή η αρχιτεκτονική εστιάζει αυστηρά στη φόρμα.

 

Το αρχιτεκτονικό στυλ του κτηρίου είναι Φασιστικό (Μνημειακό) κατ’ αναλογία και άλλων Ιταλικών κτηρίων της Ρόδου, όπως το Δικαστήριο, το Δημαρχείο, το σημερινό Χημείο (στις 100 χουρμαδιές) και το κτήριο των Προσκόπων απέναντι από την Ακαδημία. Κοινό χαρακτηριστικό η πλήρης κυριαρχία της αυστηρής  γραμμικότητας.

 

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και πριν την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, το εργοστάσιο λειτουργούσε υπό Βρετανική Διοίκηση (1945-47). Μετά την Ενσωμάτωση, κρατικοποιήθηκε και μετονομάστηκε σε «Καπνοβιομηχανία Ρόδου».  Το 1973 κλείνει οριστικά. Το κτήριο χαρακτηρίσθηκε ως Διατηρητέο Μνημείο από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. το 1991 και σήμερα ανήκει στο Δήμο Ρόδου.

 

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.